του Θάνου Ντόκα, εκπαιδευτικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
Εισαγωγή
Τα τελευταία 15 χρόνια διεξάγεται στη χώρα μας με διαρκώς εντεινόμενο τρόπο στο πλαίσιο των νεοφιλελευθέρων εκπαιδευτικών πολιτικών αναδιάρθρωσης των δημόσιων συστημάτων εκπαίδευσης μια επιχείρηση μετατροπής των σχολείων σε αυτόνομες οικονομικές μονάδες με πιο πρόσφατο επεισόδιο την κατάργηση 22 Γυμνασίων και Λυκείων και την ένταξη τους σε ένα νέο δίκτυο πρότυπων σχολείων, τα «Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία» (ΔΗΜ.Ω.Σ.).
Η είσοδος της Ελλάδας στην εποχή των μνημονίων μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 2008 επιτάχυνε και όξυνε τις πολιτικές υπονόμευσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Διεθνώς, οι αποκεντρωτικές πολιτικές στην εκπαίδευση, πυλώνας των οποίων είναι η λεγόμενη σχολική αυτονομία (ΣΑ) συνοδεύονται από την επιβολή αυστηρών μηχανισμών λογοδοσίας μέσω της συνεχούς και εντατικής αξιολόγησης μαθητών εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων. Η προώθηση της ΣΑ παρά την προσπάθεια να ενδυθεί έναν προοδευτικό μανδύα (π.χ. προαγωγή της ποιότητας της εκπαίδευσης, σχολική επιλογή που υποτίθεται πως συνδέεται με την ισότητα ευκαιριών και τη δημοκρατία, καλύτερα σχολεία για παιδιά κοινωνικά υποβαθμισμένων αστικών περιοχών) υπαγορεύεται στην πραγματικότητα από τη βούληση των κυρίαρχων τάξεων «να μειώσουν το κόστος της δημόσιας εκπαίδευσης, να τροποποιήσουν τους πολιτιστικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς του σχολείου με βάση τις αρχές της επιχειρηματικότητας και της αγοράς και να τροποποιήσουν το συσχετισμό ισχύος των κοινωνικών και εκπαιδευτικών δυνάμεων που καθορίζουν τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής πολιτικής» (Καλημερίδης, 2016).
Η ΣΑ αποτελεί έκφραση των αρχών του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ (ΝΔΜ) στην εκπαίδευση. Βασικές αρχές του ΝΔΜ είναι ο ανταγωνισμός, η αποκέντρωση, η μείωση των δαπανών, η εξωτερική ανάθεση εργασιών, η θεώρηση του πολίτη ως πελάτη/καταναλωτή, η έμφαση στα αποτελέσματα αντί για τις διαδικασίες, η λογοδοσία, οι ιδιωτικοποιήσεις, η χρησιμοποίηση τεχνικών μέτρησης της απόδοσης και η παροχή αυξημένων αρμοδιοτήτων και εξουσιών στους διευθυντές-μάνατζερς. Η διεθνοποίηση αυτών των αρχών και η ενσωμάτωσή τους στις επιμέρους εθνικές εκπαιδευτικές πολιτικές υπό την πίεση διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα, «φιλάνθρωπων» καπιταλιστών, πολυεθνικών επιχειρήσεων, πολιτικών προσώπων και «ειδημόνων» έχουν οδηγήσει στη συγκρότηση ενός «Παγκόσμιου Κινήματος Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης» (Global Education Reform Movement- GERM) που ως «επιδημία» έχει εξαπλωθεί στα εκπαιδευτικά συστήματα με καταστροφικά αποτελέσματα για τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές (Sahlberg, 2012). Τα τρία κύρια συμπτώματα αυτής της «επιδημίας» σύμφωνα με τον Sahlberg είναι:
O αυξανόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στα εκπαιδευτικά συστήματα ο οποίος υποτίθεται πως θα βελτιώσει την ποιότητα της εκπαίδευσης. Ο ανταγωνισμός προϋποθέτει τη χορήγηση αυτονομίας στις σχολικές μονάδες. Η αυτονομία συμπληρώνεται από την αξίωση για λογοδοσία. Η σχολική αυτονομία με λογοδοσία προωθείται από τον ΟΟΣΑ ως παγκόσμιο μοντέλο εκπαιδευτικής πολιτικής (Verger et. al., 2019). Προϋποθέτει τις επιθεωρήσεις/αξιολογήσεις των σχολικών μονάδων, τις τυποποιημένες εξετάσεις για τους μαθητές και την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
H ελεύθερη επιλογή σχολείου μέσω της οποίας οι γονείς μετατρέπονται σε δυνητικούς πελάτες εκπαιδευτικών υπηρεσιών και τα σχολεία σε ανταγωνιστικές μονάδες υποχρεωμένες να προσελκύουν μαθητές διαφημίζοντας και προσφέροντας ένα διαφοροποιημένο εκπαιδευτικό προϊόν. Το αφήγημα ότι η επέκταση της σχολικής επιλογής θα εξασφαλίσει υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους βρίσκεται πίσω από την εξάπλωση αυτόνομων σχολείων όπως τα charter schools των Η.Π.Α, οι academies της Αγγλίας και τα free schools της Σουηδίας. Ωστόσο η επίδραση της ΣΑ στη βελτίωση των μαθητικών επιδόσεων είναι αμφισβητήσιμη. Σε μια πρόσφατη για παράδειγμα έρευνα οι Irmert et al. (2023) αξιοποίησαν δεδομένα 15 χωρών και 484.526 μαθητών αυτόνομων σχολείων τα οποία αφορούσαν σε μια χρονική περίοδο 16 ετών (2003-2019) με σκοπό να μελετήσουν αν η λειτουργία των αυτόνομων σχολείων επηρεάζει τις μαθητικές επιδόσεις και τον σχολικό διαχωρισμό (school segregation). Διαπίστωσαν ότι, αν και δεν επηρεάζεται συνολικά η επίδοση,υπάρχει θετικός αντίκτυπος για μαθητές ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων και αρνητικός για παιδιά μεταναστών. Αντίστοιχα ήταν τα ευρήματα και στο ζήτημα του κοινωνικού/φυλετικού διαχωρισμού καθώς βρέθηκε ότι οι μαθητές υφίστανται διαχωρισμό εξαιτίας της καταγωγής τους και της κοινωνικοοικονομικής τους κατάστασης. Όπως σχολιάζουν χαρακτηριστικά αντί για την δημιουργία «ενός παλιρροϊκού κύματος που θα σηκώσει όλα τα σκάφη[2]» τα αυτόνομα σχολεία εντείνουν τις ανισότητες.
Η αυξημένη λογοδοσία των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών για τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν οι μαθητές στις τυποποιημένες εξετάσεις. Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών των εξετάσεων είναι το βασικό εργαλείο αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων και μέτρησης της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών.
Η χρησιμοποίηση των μαθητικών επιδόσεων ως κριτήριο λογοδοσίας οδηγεί στην προσαρμογή της διδασκαλίας στις εξετάσεις, στην τυποποίηση των παιδαγωγικών πρακτικών, στη συρρίκνωση του αναλυτικού προγράμματος και στην υψηλότερη ιεράρχηση των εξεταζόμενων μαθημάτων (π.χ. γλώσσα, μαθηματικά) έναντι των υπολοίπων.
Η σχολική αυτονομία ως μηχανισμός απορρύθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης εξυπηρετεί την «κρυφή» («ενδογενή» και «εξωγενή») ιδιωτικοποίηση της (Ball & Youdell, 2008). Η «ενδογενής» ιδιωτικοποίηση δηλαδή η αγοραιοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος μέσω της γονικής επιλογής σχολείου, του ανταγωνισμού των επιμέρους αυτόνομων σχολικών μονάδων να προσελκύσουν μαθητές, της σύνδεσης της κρατικής χρηματοδότησης με τον αριθμό των εγγραφών και της επικράτησης επιχειρηματικού πνεύματος στη διοίκηση των σχολείων συμπληρώνεται από την «εξωγενή». Η τελευταία αφορά στους τρόπους διείσδυσης του ιδιωτικού τομέα στα δημόσια σχολεία με σκοπό φυσικά το κέρδος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της μορφής ιδιωτικοποίησης είναι η διαχείριση δημόσιων σχολείων από ιδιωτικές εταιρείες σε χώρες όπως η Σουηδία, η Αγγλία και οι Η.Π.Α για τους αντίστοιχους τύπους αυτόνομων-κρατικά χρηματοδοτούμενων σχολείων, οι εταιρείες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών αξιολόγησης (μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων) και τα ιδιωτικά διδακτικά προγράμματα και υλικά μάθησης.
Ας σημειωθεί επίσης πως στις μορφές των αυτόνομων σχολείων που προαναφέρθηκαν παρατηρούνται υψηλά ποσοστά παραιτήσεων εκπαιδευτικών, χαμηλά επίπεδα εργασιακής ικανοποίησης, αναιμική συνδικαλιστική δραστηριότητα, ελαστικές σχέσεις εργασίας και υψηλή αναλογία μη πιστοποιημένων εκπαιδευτικών. Οι ιδιωτικές εταιρίες που διαχειρίζονται υψηλό ποσοστό αυτών των σχολείων δεν επιθυμούν να δεσμεύονται από τους όρους τους οποίους θέτουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή να υποχρεώνονται να προσλαμβάνουν εκπαιδευτικούς με συγκεκριμένα τυπικά προσόντα. Αντίθετα προτιμούν τις βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και τα συστήματα σύνδεσης της αμοιβής με την απόδοση.
Η σχολική αυτονομία σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται την απομάκρυνση από την κρατική γραφειοκρατία, την αύξηση των βαθμών ελευθερίας των εκπαιδευτικών, την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων και τη στροφή στην τοπική δημοκρατία ούτε την δημοκρατικότερη λειτουργία των σχολείων ή τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σχολεία που θα στηρίζουν κουλτούρες της μη κυρίαρχης τάξης. Αντιθέτως, εγγράφεται στο σχέδιο της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης των δημόσιων συστημάτων εκπαίδευσης στη βάση εταιρικών προτύπων ανταγωνισμού, λογοδοσίας και μέτρησης. Η υπαγωγή του σχολείου στη λογική της αγοράς είναι εκ των ων ουκ άνευ για την εντατικότερη αξιοποίηση του από το κεφάλαιο και για τον μετασχηματισμό της εκπαίδευσης από συλλογικό δημόσιο αγαθό σε εμπορεύσιμη υπηρεσία.
Σκιαγράφηση της ελληνικής περίπτωσης
Την τρέχουσα περίοδο η εκπαιδευτική επικαιρότητα κυριαρχείται από το πογκρόμ διώξεων εκπαιδευτικών που συμμετέχουν στη νόμιμα προκηρυγμένη απεργία – αποχή από την αξιολόγηση, από τα σχέδια νόμου για την εισαγωγή του Διεθνούς απολυτηρίου στα Πρότυπα Λύκεια και για την ενίσχυση της αυτονομίας των σχολείων μέσω της περαιτέρω ενδυνάμωσης του ρόλου του διευθυντή[3] και φυσικά από τη σύμβαση (που ψηφίστηκε από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Πλεύση Ελευθερίας) μεταξύ του υπουργείου Παιδείας και του Ωνάσειου Ιδρύματος για την μετατροπή 22 υπαρχόντων Γυμνασίων και Λυκείων από σχολεία της γειτονιάς σε Δημόσια Πρότυπα Ωνάσεια Σχολεία.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται ως απόληξη των πολιτικών που προωθήθηκαν από το κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκπροσώπους του από την εποχή του πρώτου μνημονίου (Ν. 3845/2010) με το σχέδιο για το «Νέο Σχολείο». Η τότε υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου σε κείμενο προτάσεων της με τίτλο: «Αναβάθμιση της διοίκησης της εκπαίδευσης»[4] σημείωνε πως η αυξημένη αυτονομία των σχολικών μονάδων σε συνδυασμό με την αύξηση των αρμοδιοτήτων των διευθυντών καθιστούσε αναγκαία την «ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων στον προϋπολογισμό και τη διαχείριση των πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες με βάση τις ανάγκες και τον προγραμματισμό [..] όπως προκύπτει από τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης» αλλά και την «ενίσχυση των θεσμών κοινωνικής λογοδοσίας». Παράλληλα μέσω του προγράμματος «Καλλικράτης» (Ν.3852/2010) άνοιξε ο δρόμος για τη μεταβίβαση περισσότερων αρμοδιοτήτων στους δήμους σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς του καποδιστριακού νόμου «στα πλαίσια ενίσχυσης της αυτονομίας των σχολικών δομών και σύνδεσης τους με την τοπική κοινωνία»[5]. Θυμόμαστε βέβαια πως η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου πυροδότησε ένα μπαράζ «λουκέτων» σχολικών δομών με τη μορφή συγχωνεύσεων και καταργήσεων χιλιάδων σχολείων.
Η ΣΑ που έχει ως στόχο να λειτουργούν τα σχολεία με όρους ιδιωτικοοικονομικούς και να αποτελούν πηγές άντλησης κέρδους για το κεφάλαιο προϋποθέτει υποταγμένους εκπαιδευτικούς, ανύπαρκτη συνδικαλιστική δραστηριότητα (εκτός ίσως από τη φιλοκυβερνητική), διακοσμητικούς συλλόγους διδασκόντων, διευθυντές-managers με υπερεξουσίες που θα δυναστεύουν τους πάλαι ποτέ συναδέρφους τους και θα αναζητούν πόρους για τα υποχρηματοδοτούμενα σχολεία τους από δωρεές, χορηγούς και «φιλάνθρωπους»[6] καπιταλιστές. Ένα εξετασιοκεντρικό σχολείο-κάτεργο για μαθητές και εκπαιδευτικούς, άχαρο και παιδαγωγικά αποστεωμένο στο οποίο θα κυριαρχεί ο ανταγωνισμός, ο αυταρχισμός, η γραφειοκρατία και η κατηγοριοποίηση.
Ένα τέτοιο σχολείο στην Ελλάδα έγινε η προσπάθεια να οικοδομηθεί αρχικά μέσω της πιλοτικής (2010-2012) και εν συνεχεία της υποχρεωτικής (2013-2014) εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης στη βάση του υποτιθέμενου περιορισμού της κρατικής εξουσίας και της ενίσχυσης της αυτονομίας των σχολικών μονάδων[7]. Η σθεναρή αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος μπλόκαρε την υλοποίηση του.
Ας μου επιτραπεί μια παρενθετική παρατήρηση: Τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στον χώρο της εκπαίδευσης (αλλά και γενικότερα) οφείλουμε να τις προσεγγίζουμε ολιστικά. Για παράδειγμα η ψευδεπίγραφη «αυτονομία» των σχολικών μονάδων δεν μπορεί να πραγματωθεί δίχως τη θεσμοθέτηση μηχανισμών πανοπτικού ελέγχου (ότι κινείται αξιολογείται). Η «αξιολόγηση» δεν μπορεί να διεμβολίσει τις δομές και τη ζωντανή εκπαίδευση δίχως μια ρυθμιστική αρχή τύπου (ΑΔΙΠΠΔΕ)[8] που θα συντονίζει τις σχετικές διαδικασίες και θα συγκεντρώνει όλα τα δεδομένα που απαιτούνται για να διαμορφωθεί η βάση για τη συγκρισιμότητα και εν συνεχεία για τον ανταγωνισμό και την κατηγοριοποίηση σχολείων[9]. Η εκχώρηση δημόσιων σχολείων σε ιδιώτες αναδόχους δεν μπορεί να δρομολογηθεί αν δεν προηγηθεί η απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης και των λειτουργών της έτσι ώστε η διαχείριση των σχολείων από επιχειρηματίες ή εφοπλιστές "φιλάνθρωπους" να φαντάζει σε μερίδα των κυριαρχούμενων τάξεων ως μια κάποια λύση.
Επιστρέφοντας στις εξελίξεις των τελευταίων ετών να θυμίσουμε πως το 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στο τρίτο μνημόνιο (Ν.4336/2015) γινόταν λόγος για την επανεξέταση της υλοποίησης της μεταρρύθμισης του «Νέου Σχολείου» και για την «αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων» ενώ το 2016 στο πλαίσιο του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία γίνεται ξεκάθαρο πως «η αυτονομία της σχολικής μονάδας αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή». [10]
Την άνοιξη του 2018 παρουσιάστηκε στο Υπουργείο Παιδείας, η έκθεση του ΟΟΣΑ: «Εκπαίδευση για ένα Λαμπρό Μέλλον στην Ελλάδα». Ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Γαβρόγλου αναφερόμενος στο ζήτημα της σχολικής αυτονομίας υποστήριξε ότι η προηγούμενη έκθεση του οργανισμού «είχε προτάσεις ως προς την αυτονομία που οδηγούσαν έως και την απόλυση και την πρόσληψη των εκπαιδευτικών από πλευράς των διευθυντών». Αντίθετα βρήκε πως η παρούσα έκθεση παρότι έχει «κάποιες αναφορές» αυτού του τύπου είναι σαφώς βελτιωμένη εκδοχή αυτής του 2011[11]. Στη συγκεκριμένη έκθεση του 2018 επαναλαμβάνεται ότι οι σχολικές μονάδες έχουν χαμηλή αυτονομία συγκριτικά με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ (OECD, 2018:134)[12] με τους διευθυντές να μην έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν το εκπαιδευτικό προσωπικό, να βελτιώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και να αναζητούν πρόσθετη χρηματοδότηση ενώ ταυτόχρονα υστερούν και σε εκπαίδευση για «επιχειρηματικές δεξιότητες» (OECD, 2018:64-65).
Ο Ν.4547/2018 ενσωματώνοντας τις υποδείξεις της παραπάνω έκθεσης προώθησε την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, ενίσχυσε τη γραφειοκρατία (ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ , Ομάδες σχολείων, Σχολικά Συμβούλια) και ενέτεινε την επιτήρηση και τον έλεγχο των σχολείων, των συλλόγων και του κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού διαμορφώνοντας συνθήκες κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού στο περιβάλλον του σχολείου.
Επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας με τον Ν4692/20[13] η επιβολή της αξιολόγησης, που στα χρόνια που ακολούθησαν έμελλε να ταυτιστεί με τον εκφοβισμό, τις απειλές, τον αυταρχισμό, την ομηρία των νεοδιόριστων συναδέλφων, τις διώξεις και την αμφισβήτηση του δικαιώματος στην απεργία, ξεκίνησε με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων (ΠΠΣ).
Η σχέση των ΠΠΣ με τις πολιτικές ενίσχυσης της ΣΑ από το 2010 και μετά θα μπορούσε να είναι θέμα ξεχωριστού άρθρου. Για την ώρα ας αρκεστούμε στο να υπενθυμίσουμε πως πρόκειται για σχολεία γονικής επιλογής τα οποία διαθέτουν κάποιο βαθμό διοικητικής αυτονομίας (π.χ. η Διοικούσα Επιτροπή Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων – Δ.Ε.Ε.Π.Σ έχει ανάμεσα στις αρμοδιότητες της και την πρόσληψη εκπαιδευτικών), μπορούν να χρηματοδοτούνται από χορηγούς, εταιρίες και επιχειρηματικούς ομίλους[14] και να λειτουργούν ως πεδία προσομοίωσης για την εφαρμογή αντιδραστικών εκπαιδευτικών πολιτικών (π.χ. αξιολόγηση, απώλεια οργανικής θέσης για τους ήδη υπηρετούντες αν μετατραπεί ένα σχολείο σε ΠΠΣ, διαφοροποίηση σχολείων)[15]. Παράλληλα συμβάλλουν στην εδραίωση της αντίληψης πως οι πιο προνομιούχοι κοινωνικά («άριστοι») μαθητές νομιμοποιούνται να φοιτούν σε καλύτερα σχολεία από αυτά που φοιτούν οι μαθητές της κοινωνικής πλειοψηφίας υποδαυλίζοντας την αντίληψη ότι οι γονείς πρέπει να χρηματοδοτούν οι ίδιοι την εκπαίδευση των παιδιών τους[16] και ότι η μόρφωση δεν είναι κοινωνικό δικαίωμα αλλά ατομική υπόθεση και ζήτημα «καταναλωτικής» επιλογής. Λειαίνεται έτσι το έδαφος για την λειτουργία της μέσης εκπαίδευσης ως εν δυνάμει αγοράς στα πρότυπα των σχολείων γονεϊκής επιλογής τύπου Charter Schools και Academies που συναντάμε στις Η.Π.Α και την Αγγλία αντίστοιχα.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα πως το ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – «δεξαμενή σκέψης» του ΣΕΒ) το οποίο υποστηρίζει τη σχολική επιλογή, τον ανταγωνισμό, την αξιολόγηση, τον πειθαρχικό έλεγχο του εκπαιδευτικού προσωπικού, και τη σύνδεση «της χρηματοδότησης με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων για το εκπαιδευτικό σύστημα και τις επιμέρους μονάδες του»[17] είχε προτείνει ίδρυση «πρότυπων επαγγελματικών σχολείων»[18]. Ούτε ότι ο ΣΕΒ σταθερός υποστηρικτής της σχολικής επιλογής, του ανταγωνισμού και της ΣΑ θεωρεί τη λειτουργία των πρότυπων δημόσιων σχολείων (μαζί φυσικά με τη αυτή των ιδιωτικών) ως παραδειγματική για τα συμβατικά δημόσια[19].
Ούτε τέλος ότι το ΚΕΦΙΜ[20] (Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών) καταθέτοντας «Πρόταση Νόμου για την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το 2017 είχε αναγνωρίσει ως βασική προσπάθεια αντιμετώπισης του συγκεντρωτισμού και της «αύξησης της ελευθερίας επιλογής» το θεσμό των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων. Στην ίδια πρόταση νόμου μάλιστα έκανε ειδική αναφορά στα Charter Schools ως κατάλληλης για την Ελλάδα μορφής ανεξάρτητων/αυτόνομων σχολείων και ως «αξιοποιήσιμο παράδειγμα νομοθετικής ρύθμισης της σχολικής επιλογής»[21].
Το ότι η αυτονομία της σχολικής μονάδας πηγαίνει χέρι-χέρι με την αξιολόγηση το επιβεβαίωσε με εμφατικό τρόπο και ο διαβόητος Ν. 4823/2021[22] που σε ότι έχει να κάνει με τη ΣΑ θέσπιζε την «μεγαλύτερη ελευθερία στην οργάνωση της διδασκαλίας», την «ενίσχυση του ρόλου του διευθυντή και των εκπαιδευτικών σε θέσεις ευθύνης» και ένα πλαίσιο «αυξημένης διαφάνειας και λογοδοσίας».
Να θυμίσουμε ότι με τον συγκεκριμένο νόμο (στα χνάρια του ν. 4692/20 για τα ΠΠΣ) θεσμοθετήθηκε και για τα συμβατικά σχολεία: α) η δυνατότητα χρήσης των σχολικών εγκαταστάσεων για εκδηλώσεις και προγράμματα που μπορεί να αποφέρουν έσοδα τα οποία στη συνέχεια αποδίδονται στη σχολική μονάδα και β) η χρηματοδότηση των σχολείων από τρίτους μέσω κληρονομιών, δωρεών, κληροδοσιών και επιχορηγήσεων.
Διόλου τυχαία ακολούθησε το 2024 και η κατάργηση των σχολικών επιτροπών. Η οικονομική ασφυξία των σχολείων και η αδυναμία κάλυψης βασικών λειτουργικών αναγκών θα τα οδηγήσει με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο στο «να επιλέξουν ανάμεσα στην υπολειτουργία, στο να βάλουν οι γονείς ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη πληρώνοντας εκείνοι και αυτόν τον «λογαριασμό» ή να αρχίσουν να ψάχνουν για χορηγούς και «ευεργέτες»[23] ». Η θεσμοθέτηση της εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στα δημόσια σχολεία και της δημιουργίας των όρων για την επιχειρηματική λειτουργία τους επισφραγίζονται σήμερα με τη δημιουργία του δικτύου των Ωνάσειων Σχολείων.
Είναι χρέος της εκπαιδευτικής κοινότητας, των γονιών, των μαθητών/τριών, καθενός και καθεμιάς που ανήκει στην εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία να αγωνιστεί ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται το ενιαίο δημόσιο σχολείο. Πίσω από εύηχες λέξεις όπως «αυτονομία», «λογοδοσία», «επιλογή», «αριστεία» υποκρύπτεται η πρόθεση του συστήματος εξουσίας να υπαγάγει την εκπαίδευση στον απόλυτο έλεγχο του διεθνούς[24] και εγχώριου κεφαλαίου, να παγιώσει και να βαθύνει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες. Να μην τους το επιτρέψουμε!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλεπλιώτης, Π. (2018, Σεπτέμβριος 27). Σουηδία: Δημοπρατούν τα Σχολεία μαζί με τα κτήρια, τους μαθητές και τους δασκάλους στους Επιχειρηματίες. Ατέχνως. https://t.ly/EUeQy
Apple, M. W. (2020). Μπορεί η Εκπαίδευση να Αλλάξει την Κοινωνία; Εκπαιδευτική Πραγματικότητα και ο Ρόλος του Κριτικού Μελετητή/Ακτιβιστή. Education Sciences, 2020, 9–25. https://doi.org/10.26248/.v2020i0.778
Ball, S.J. & Youdell, D. (2008). Η κρυφή ιδιωτικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση, Ινστιτούτο της εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ΙΠΕΜ ΔΟΕ.
Γρόλλιος, Γ. (2021). Η νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση της ελληνικής εκπαίδευσης, η ΑΔΙΠΠΔΕ και η «κριτική σχολική παιδαγωγική» του προέδρου της. Κριτική Εκπαίδευση, 1, 34-71. http://dx.doi.org/10.26247/kritekp.1.2241
Καλημερίδης, Γ. (2012). Κράτος, αγορά και εκπαίδευση. Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση του σχολείου: Βρετανία, Φινλανδία, Σουηδία. Θέσεις, 119. Σελιδοδείκτης https://selidodeiktis.edu.gr/2017/02/28/κράτος-αγορά-καιεκπαίδευση-η-νεοφιλε/
Καλημερίδης, Γ. (2016). Σχολική αυτονομία και καπιταλιστική αναδιάρθρωση του σχολείου. Τετράδια Μαρξισμού, 2. https://rb.gy/gv5ege
Καντζάρα, Β. (2018) Εκπαιδευτικές αλλαγές και ιδιωτικοποίηση σε συνθήκες κρίσης στην Ελλάδα, στο Συμεού, Λ., Θάνος, Θ. & Βρυωνίδης, Μ. (εκδοτική επιτροπή) «Δημόσια και Ιδιωτική Εκπαίδευση». Πρακτικά 3ου Πανελλήνιου συνεδρίου Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης (σσ. 104-117).
Gruening, G. (2001). Origin and theoretical basis of New Public Management. International Public Management Journal, 4(1), 1–25. https://doi.org/10.1016/s1096- 7494(01)00041-1
Irmert, N., Bietenbeck, J., Mattisson, L., & Weinhardt, F. (2023). Autonomous Schools, achievement, and segregation. https://cep.lse.ac.uk/pubs/download/dp1968.pdf
Pivovarova, M., & Powers, J. M. (2022). Staying or leaving? teacher professional characteristics and attrition in Arizona traditional public and charter schools. Education Policy Analysis Archives, 30(19). https://doi.org/10.14507/epaa.30.6459
Sahlberg, P. (2012, September 30). How GERM is infecting schools around the world? https://pasisahlberg.com/text-test/
Saltman, K. J. (2014). Neoliberalism and Corporate School Reform:"failure" and "creative destruction." Review of Education, Pedagogy, and Cultural Studies, 36(4), 249–259. https://doi.org/10.1080/10714413.2014.938564
Stuit, D. A., & Smith, T. M. (2012). Explaining the gap in charter and traditional public school teacher turnover rates. Economics of Education Review, 31(2), 268–279. https://doi.org/10.1016/j.econedurev.2011.09.007
Verger, A., Fontdevila, C. and Parcerisa, L. (2019). Constructing school autonomy with accountability as a global policy model: A focus on OECD governance mechanisms. In: Ydesen, C. (ed). The OECD's Historical Rise in Education: The Formation of a Global Governing Complex. Palgrave Macmillan.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το παρόν άρθρο βασίζεται στη διπλωματική μου εργασία με τίτλο: «Κριτική προσέγγιση μοντέλων σχολικής αυτονομίας: Η περίπτωση των Charter Schools των Η.Π.Α. Ανίχνευση αναλογιών στις πολιτικές ενίσχυσης της σχολικής αυτονομίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό συγκείμενο (2010- 2023)» την οποία εκπόνησα στο πλαίσιο του ΜΠΣ «Συγκριτική Παιδαγωγική με ειδίκευση σε ζητήματα ποιότητας στην εκπαίδευση» (ΠΤΔΕ/ΕΚΠΑ).
[2] H φράση "a rising tide that lifts all boats" παραπέμπει στην Αμερικανίδα οικονομολόγο και φανατική υποστηρίκτρια της αγοραιοποίησης της εκπαίδευσης Caroline Hoxby και συγκεκριμένα στο άρθρο της: Hoxby, C. M. (2003), School Choice and school Productivity. Could School Choice be a Tide that Lifts all Boats?
[3] «θα ενισχυθεί ο ρόλος του Διευθυντή του Σχολείου στη λήψη αποφάσεων για συγκεκριμένες κατηγορίες ζητημάτων, όπως: να μπορεί να επιλέγει τους Υποδιευθυντές του, να μπορεί να λέει ότι κατά προτεραιότητα θα αξιολογηθεί συγκεκριμένος εκπαιδευτικός, να μπορεί να έχει πιο αποφασιστικό ρόλο σε ότι αφορά το ωρολόγιο πρόγραμμα, να μπορεί να μπαίνει απροειδοποίητα στην αίθουσα διδασκαλίας για να παρακολουθήσει το μάθημα που κάνει ο εκπαιδευτικός». https://www.esos.gr/arthra/91530/se-diaboyleysi-shedio-nomoy-gia-tin-protobathmia-kai-deyterobathmia-ekpaideysi-mehri
[4] https://www.esos.gr/arthra/mathites/eidhseis-lykeio/h-protash-toy-yp-paideias-gia-sygxvneyseis-kai-katarghseis-organikvn-monadvn-sthn-kentrikh-yphresia-kai-stis-perifereiakes-dieyuynseis-ti-proteinetai-se-epipedo-sxolikvn-monadvn
[5] Ρούνη, Π. (2022). Αξιολόγηση της αποκέντρωσης των περιφερειακών υπηρεσιών διοίκησης της εκπαίδευσης από το 2000 έως σήμερα. Επιστήμες Αγωγής, 3, 154-176
[6] Στα καθ΄ημάς ας έχουμε υπόψη μας πως κάθε δωρεά του ιδρύματος Ωνάση «εκπίπτει της φορολογίας ως το ποσό του 40% του συνολικού του εισοδήματος». (https://selidodeiktis.edu.gr/2025/01/23/%cf%84%ce%bf%ce%b4%ce%b7%ce%bc%cf%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf-%cf%83%cf%87%ce%bf%ce%bb%ce%b5%ce%af%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%ad%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%b8%ce%b1/)
[7] Στο εκπαιδευτικό υλικό που παρήγαγε τότε το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας στο πλαίσιο του πιλοτικού προγράμματος «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου-Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης» γινόταν λόγος για την ιδιαίτερη δυναμική των πολιτικών αυτοαξιολόγησης στις χώρες με αποκεντρωμένα εκπαιδευτικά συστήματα και τονιζόταν ότι στο πλαίσιο του συγκεντρωτισμού του ελληνικού συστήματος το εγχείρημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου είναι καινοτόμο και κινείται στην «κατεύθυνση της σταδιακής αποσυγκέντρωσης» και «ενίσχυσης της σχετικής αυτονομίας των Σχολικών Μονάδων».
[8] «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση»
[9] Η δημιουργία του Ofsted (Office for Standards in Education) που προβλεπόταν από τον Education Reform Act του 1988 «νόμο ορόσημο στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών εκπαιδευτικών πολιτικών» σε αυτή ακριβώς τη λογική πραγματοποιήθηκε. Η «δική μας» ΑΔΙΠΔΕ που συστάθηκε το 2013 αποτελεί απομίμηση του Ofsted .Η αυτονομία των σχολικών μονάδων είναι πράγματι μια θατσερική συνταγή. (https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/459770_aytonomia-sholikon-monadon-mia-thatseriki-syntagi#goog_rewarded).
[10] https://www.minedu.gov.gr/publications/docs2016/morfotikwn_porisma.pdf
[11] OOΣΑ (2011). Καλύτερες επιδόσεις και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα.
[12] ΟECD (2018). Education for a bright future in Greece.
[13] Για μια σφαιρική ανάλυση του νόμου στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αγοραιοποίησης της εκπαίδευσης βλ. το άρθρο του Χρήστου Ρέππα: «Νεοφιλελευθερισμός, αγοραίο σχολείο και αξιολόγηση (Ν.4962/2020) » στο 100 τεύχος, Φθινόπωρο 2020 του περιοδικού Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία.
[14] Η ΔΕΕΠΣ σύμφωνα με τον Ν4692/20 «μεριμνά για την προσέλκυση δωρεών, χορηγιών και κάθε είδους παροχών στα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ».
[15] Στο άρθρο 10, παρ.1 του Ν4692/20 διαβάζουμε: «Τα Πρότυπα Σχολεία (Π.Σ.) και τα Πειραματικά Σχολεία (ΠΕΙ.Σ.) ιδρύονται και λειτουργούν με σκοπό να συμβάλουν στον βέλτιστο εκπαιδευτικό σχεδιασμό και την πιλοτική εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, ώστε να καλλιεργηθούν και διαχυθούν οι βέλτιστες εκπαιδευτικές μέθοδοι, πρακτικές και εργαλεία σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα».
[16] Πριν ακόμα ψηφιστεί ο νόμος για ΔΗΜΩΣ ξεκίνησαν να διαφημίζουν μαθήματα προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
[17] ΙΟΒΕ. (2019). «Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης.
[18] πρόταση που η κυβέρνηση υλοποίησε με το άρθρο 17 του Ν.4763/2020».
[19] ΣΕΒ. (2017). «Η έξοδος από την κρίση ξεκινάει από τα θρανία».
[20] Το ΚΕΦΙΜ ως «δεξαμενή σκέψης» στην υπηρεσία του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού δημοσιεύει μελέτες, προτάσεις και διοργανώνει εκδηλώσεις για θέματα Παιδείας. Χαρακτηριστική είναι η εκδήλωση «Η Επίδραση της Εκπαίδευσης στην Οικονομική Ανάπτυξη» που πραγματοποιήθηκε στον Πειραιά στις 16/4/2019, λίγο πριν τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου. Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο Τάσος Αβραντίνης συγγραφέας του βιβλίου «Εκπαίδευση: Ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει», υποψήφιος με την Νέα Δημοκρατία στην Α΄ Πειραιά και μέλος του ΔΣ του ΚΕΦΙΜ και ο αντιπρόεδρος και βουλευτής της ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης. Λίγες μέρες νωρίτερα (στις 11 και 12 Απριλίου 2019) το ΚΕΦΙΜ παρουσίασε στο Μέγαρο της Παλιάς Βουλής ένα σύνολο «μεταρρυθμιστικών προτάσεων» με την ονομασία «Ελλάδα 2021 – Ατζέντα για την ελευθερία και την ευημερία». Στη εκδήλωση απηύθυναν χαιρετισμό ο έτερος αντιπρόεδρος της Ν.Δ Κωστής Χατζηδάκης και η πρώην Υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου. Στην τοποθέτηση της η τότε Υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας της ΝΔ και μετέπειτα Υπουργός Νίκη Κεραμέως ισχυρίστηκε ότι η ελληνική κοινωνία θα στηρίξει τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και ότι μελέτες όπως η συγκεκριμένη είναι σημαντικές γιατί «αναδεικνύουν την αναγκαιότητα των αλλαγών». Ο μετέπειτα πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κλείνοντας τις εργασίες της διημερίδας ανέφερε ότι οι προτάσεις του ΚΕΦΙΜ θα εξεταστούν «για τον προγραμματικό σχεδιασμό της ΝΔ». https://kefim.org/paroysiasi-ton-metarrythmistikon-protaseon-toy-kefim-ellada-2021-atzenta-gia-tin-eleytheria-kai-tin-eyimeria/
[21] ΚΕΦΙΜ – ELF (2017). Πρόταση Νόμου για την Αποκέντρωση του Εκπαιδευτικού Συστήματος Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. https://kefim.org/to-kefim-kai-tokefalaio-paideia/
[22] Για την κριτική αποτίμηση του νόμου βλέπε το άρθρο του Γ. Καλημερίδη: «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση ΝΔ: Πειθαρχικός έλεγχος και αγορά» στο 13ο τεύχος, Φθινόπωρο 2021 του περιοδικού Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία.
[23]https://doe.gr/%CE%B7%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%87%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD/
[24] Ήδη όπως επισημαίνει η ΟΙΕΛΕ «Tα funds «καταπίνουν» τα ελληνικά ιδιωτικά σχολεία» και είναι δεδομένο θα προσθέταμε ότι ορέγονται και τα δημόσια. βλέπε:
https://oiele.gr/ta-funds-katapinoun-ta-ellinika-idiotika-scholeia-i-eisagogi-tou-iv-sta-protypa-scholeia-kampanaki-idiotikopoiisis-tis-dimosias-ekpaidefsis/)
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σελιδοδείκτης