Του Λευτέρη Παπαθανάση
Πριν λίγες μέρες, ένα πολιτικό πρόσωπο που ελπίζαμε να μην ξαναβρούμε μπροστά μας ταράχτηκε από τη δυναμική παρέμβαση διαδηλωτών στην ομιλία του (η οποία τελικά ματαιώθηκε) και δήλωσε πως πρόκειται για «αντιδημοκρατικές πρακτικές μειοψηφιών» κλπ κλπ.
Μεταξύ άλλων απίστευτων κοινοτοπιών (βαρεθήκαμε να τα ακούμε από το 2010, πραγματικά), μας είπε ότι δημοκρατία σημαίνει διάλογος: να καθίσουμε εμείς να πούμε τα δικά μας, να έρθουν και οι διαμαρτυρόμενοι να πουν τα δικά τους και όλα καλά.
Το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν ένα (έστω σε συμβολικό επίπεδο) επεισόδιο της ταξικής πάλης. Το πολιτικό πρόσωπο –ομιλητής έφερε (καλά ή κακά) τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή στην πραγματικότητα κάποια εκδοχή των συμφερόντων της, ενώ οι διαμαρτυρόμενοι έφεραν (καλά ή κακά) κάποια εκδοχή των συμφερόντων των καταπιεσμένων. Πολύ περισσότερο, το πολιτικό πρόσωπο-ομιλητής εξέφραζε (και αντλούσε κύρος από) τη συνέχεια του Κράτους ενώ η συμπεριφορά των διαμαρτυρόμενων χαρακτηριζόταν και από το γεγονός ότι τα δικά τους συμφέροντα δεν αντανακλούνται πουθενά μέσα στη συνέχεια αυτή.
Το πρόβλημα είναι ότι οι μπαρούφες που είπε το πολιτικό πρόσωπο για να καταδικάσει τις διαμαρτυρίες ακούγονται λογικές, ακόμη και στο μεγαλύτερο μέρος εκείνου το κομματιού της κοινωνίας που ενστικτωδώς αισθάνθηκε κάποια συμπάθεια προς τους διαδηλωτές. Όπως έχουμε ξαναπεί πολλές φορές σ’αυτό το blog, αυτό έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο που οι υλικοί όροι της ζωής γίνονται αντιληπτοί ως φυσιολογικοί, αιώνιοι και ανυπέρβλητοι, και δευτερευόντως (αλλά αναγκαία) με τη συστηματική –από την παιδική μας ηλικία- κατήχηση στην ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης.
Έτσι λοιπόν, αντί να δούμε το περιεχόμενο της «κάθε φορά δημοκρατίας» σαν αντανάκλαση των σχέσεων μεταξύ των τάξεων (άρα και των σχέσεων μεταξύ των «ατόμων». Μη με ρωτήσεις τι σημαίνει «άτομο», θα μπλεχτούμε!), κάνουμε μια μυστικιστική αντιστροφή: θεωρούμε τη δημοκρατία σαν ένα ιδανικό τύπο, που όταν κουμπώνει –έστω και με το ζόρι- πάνω στις υπαρκτές ταξικές σχέσεις, τους προσδίδει νομιμότητα. Οι καθολικές εκλογές θεωρούνται «η γιορτή της δημοκρατίας», η συμμετοχή εκπροσώπων εργαζομένων στις συνελεύσεις της διοίκησης μια εταιρίας θεωρείται δημοκρατία, τα μαθητικά συμβούλια θεωρούνται δημοκρατία, ακόμη και το «πάτημα του κουμπιού του τηλεκοντρόλ» πλασαρίστηκε στο παρελθόν σαν μέγιστη δημοκρατική πράξη. Με μια προσεκτική ματιά αποκαλύπτεται ότι αυτή η δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από την πολυτέλεια να συζητώ με το ληστή για το αν θα ήταν καλύτερο να μου αρπάξει το πορτοφόλι με το αριστερό ή το δεξί του χέρι…
[ας κάνουμε μια μικρή παρένθεση εδώ, για να πούμε ότι όσο κι αν πιστεύουμε ότι πραγματική δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ ίσων, οι κομμουνιστές πάντα υπερασπιστήκαμε τη διεύρυνση ακόμη κι αυτών των τυπικών μορφών δημοκρατίας, ακριβώς γιατί είναι δυνατό να δώσουν το περιθώριο στους καταπιεσμένους εργαζόμενους για πολιτική δράση. Μ’αυτή την έννοια, βάζω έναν αστερίσκο εδώ, που θα τον χρειαστούμε στη συνέχεια, ότι η υπεράσπιση «μορφών δημοκρατίας» λογοδοτεί στο εάν αυτές οι μορφές προωθούν ή αναστέλλουν την κινητοποίηση των καταπιεζόμενων]
Ας πάμε λίγο παρακάτω σκιτσάροντας με πολύ χοντρές γραμμές δύο διαφορετικές εκδοχές δημοκρατίας. Αν φανταστούμε το διαλεκτικό δίπολο υλικοί όροι-συνείδηση, μπορούμε να δούμε ότι υπάρχουν μορφές δημοκρατίας που ενεργούν ώστε να νομιμοποιήσουν τους υλικούς όρους στη συνείδηση, αλλά και μορφές δημοκρατίας που ενεργούν ώστε η συνείδηση να αλλάξει τους υλικούς όρους. Για να δούμε δύο παραδείγματα. Η λεγόμενη «συνδιοίκηση», η κατάθεση της άποψης των εργαζομένων δηλαδή στα συμβούλια των αφεντικών, χωρίς όμως να αμφισβητείται το δικαίωμα της διοίκησης να είναι διοίκηση, είναι μια μορφή δημοκρατίας που νομιμοποιεί τις συγκεκριμένες σχέσεις στα μυαλά των εργαζόμενων. Δεν είναι τυχαίο το ότι τέτοιες μορφές δημοκρατίας καταλήγουν σχεδόν «μαθηματικά» στη διαφθορά των εκπροσώπων των εργαζομένων, στη μετατροπή τους σε γρανάζια της εργοδοσίας για το πέρασμα των απόψεών της στους εργαζόμενους. Από την άλλη, πριν μερικά χρόνια είχαμε στην Ελλάδα και την Ισπανία την εμφάνιση ενός κινήματος που διεκδικούσε «πραγματική δημοκρατία». Αυτό βέβαια με τυπικούς όρους μπορεί να ήταν αυταπάτη (πόσο «πραγματική» θα μπορούσε να είναι η δημοκρατία στον καπιταλισμό, δηλαδή σε ένα σύστημα υλικής ανισότητας?), όμως στόχευε στη διεύρυνση της δυνατότητας πολιτικής δράσης των καταπιεζόμενων. Σε μια εποχή που η λυσσαλέα επίθεση του κεφαλαίου χρειαζόταν τη βοήθεια των πιο αντιδημοκρατικών πολιτικών επιλογών (παραβίαση της «λαϊκής εντολής», διακυβέρνηση με διατάγματα, καταστολή με φυσική βία και διώξεις, προώθηση των ναζιστικών συμμοριών), η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που φώναζαν «θα ακούσετε τι έχουμε να πούμε» προφανώς δεν έμενε στον τύπο, αλλά προκαλούσε ευθέως την υπάρχουσα υλική πραγματικότητα.
Αυτές τις μέρες γίνεται στα σχολεία της χώρας η επιλογή των διευθυντών/ριων. Πολλά έχουν γραφτεί για το πόσο πονηρές είναι οι αντίστοιχες εγκύκλιοι, πόσο προωθούν «τους ίδιους και τους ίδιους», πόσο κουτσουρεμένη είναι μια δημοκρατία που λαμβάνει υπόψη την άποψη των εργαζομένων κατά ένα μικρό μόνο ποσοστό. Πολλά επίσης έχουν γραφτεί για το πόσο αυτός ο τρόπος επιλογής είναι ένα γενναίο βήμα μπροστά σε σχέση μ’αυτό το προηγούμενο, «αδιαφανές» σύστημα της προσωπικής συνέντευξης. Στην πραγματικότητα, αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι η θέση αυτού του τρόπου επιλογής στο δίπολο που παρουσίασα πιο πάνω. Είναι δηλαδή μια μορφή δημοκρατίας που προωθεί την κινητοποίηση των εργαζομένων στην εκπαίδευση ή απλά νομιμοποιεί το υπάρχον? Η δική μου άποψη είναι ότι περισσότερο ισχύει το δεύτερο. Για αρχή, είναι μια παραβίαση αυτών που διεκδικούσε το κίνημα των εκπαιδευτικών τόσα χρόνια: αντί να μιλάμε για τις αλλαγές στη διοίκηση των σχολείων, την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του σχολείου προς το δημοκρατικότερο δηλαδή, φτάσαμε να συζητάμε για τον τρόπο επιλογής «στελεχών», τα οποία θα διοικήσουν στο ίδιο το παλιό πλαίσιο. Τα νέα «στελέχη», είτε υπερψηφιστούν είτε καταψηφιστούν από τους συλλόγους διδασκόντων, θα κινηθούν σε ένα θεσμικό πλαίσιο που έχει πάρει όλες τις αρμοδιότητες από τους συλλόγους και τις έχει μεταβιβάσει στη διεύθυνση, θα εφαρμόσουν το λεγόμενο «καθηκοντολόγιο», θα προχωρήσουν στην Αξιολόγηση (έστω την αποκαλούμενη «καλή», αν είναι κανείς τόσο ανόητος ώστε να πιστεύει ότι υπάρχει κάτι τέτοιο), θα καταγράψουν τα κενά και τα πλεονάσματα στη μονάδας τους με βάση τις μνημονιακές συμφωνίες και θα κάνουν το ίδιο για τον αριθμό των παιδιών σε κάθε τάξη. Στην πραγματικότητα λοιπόν, η θετική ψήφος των συναδέλφων/ισσων, ή μάλλον ακόμη και η ίδια η συμμετοχή στη διαδικασία, νομιμοποιεί αυτόματα το σύνολο της πολιτικής που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση, πολιτική που –εκτός των άλλων- αποσκοπούσε στην απονέκρωση κάθε δημοκρατικής κατάκτησης της μεταπολίτευσης. Το σύνθημα –που αναπαράγεται ακόμη και σήμερα με διάφορους τρόπους, όπως μπορεί κανείς να καταλάβει διαβάζοντας ένα φύλλο της «Καθημερινής» πχ- είναι «πολύ αέρα μου πήρατε κατά τη Μεταπολίτευση, τώρα θα σας βάλουμε σε μια σειρά».
Κι εδώ θα έρθω στο τελευταίο κομμάτι αυτής της ανάρτησης. Υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι/ισσες που βλέπουν από το Γενάρη (από την κυβερνητική αλλαγή δηλαδή) μια αλλαγή στο κλίμα του σχολείου. «Έφυγε ο φόβος» λένε. «Οι συνάδελφοι μιλούν ελεύθερα» λένε. «Οι διευθυντές είναι πιο μαζεμένοι» λένε, και επίσης «τώρα που ξέρουν ότι θα κριθούν από μας, είναι ακόμη πιο μαζεμένοι». Πρόκειται περί αντίστοιχου τυπολατρικού λάθους, όπως και με τη δημοκρατία. Ο «φόβος», όταν μιλάμε για την κατάσταση χιλιάδων εργαζομένων, δεν είναι μια «ατομική» ψυχολογική κατάσταση, αλλά μια αντανάκλαση της συνείδησης των ταξικών συσχετισμών. Ο «φόβος» που ζήσαμε στα σχολεία έχει να κάνει με τη συσσώρευση όλων εκείνων των μικρών ηττών, μιας σταδιακής μετατροπής του σχολείου σε «κέντρο παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών», αλλά και με την επίγνωση της υπονόμευσης των αντιστάσεων. Με λίγα λόγια, ο συνάδελφος/ισσα έλιωνε καθημερινά τη συνείδησή του/της και εσωτερίκευε το «φόβο» όχι μόνο επειδή συνειδητοποιούσε το μέγεθος της επιθετικότητας και της αποφασιστικότητας των αφεντικών, αλλά και επειδή έβλεπε την ανικανότητα και την απροθυμία των παραδοσιακών του συλλογικοτήτων να αντισταθούν (όταν η ηγεσία της ΟΛΜΕ, μιας από τις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας, βάζει την ουρά στα σκέλια την πιο κρίσιμη στιγμή του Μάη2013, να πως εμπεδώνεται ο φόβος).
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να τριγυρνάμε σα χαζοχαρούμενοι στα σχολεία πανηγυρίζοντας που θα ψηφίσουμε κι εμείς το μελλοντικό αξιολογητή μας, που θα ψηφίσουμε εκείνους που αύριο θα υπογράψουν την απόλυσή μας. Το πραγματικό ζήτημα είναι αν τώρα, μέσα σ’αυτό το μικρό χρονικό πλαίσιο που εκ των πραγμάτων έχει ανοίξει η συζήτηση για τη δημοκρατία στο σχολείο, μπορούμε να βγούμε μπροστά διεκδικώντας την πιο πλέρια διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών στα σχολεία: κατάργηση όλων των μνημονιακών πολιτικών στην εκπαίδευση, αυτοδιαχείριση του σχολείου από τους εργαζόμενους/ες και τους μαθητές/ριες, άνοιγμα σε κάθε συλλογικότητα των καταπιεσμένων (αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, πολιτιστικές συλλογικότητες, δίκτυα μεταναστών κλπ), συμμετοχή του σχολείου στις αναζητήσεις και τις διεκδικήσεις της κοινωνίας, κατάργηση της ιδεολογικής κατήχησης, των θεσμών πειθαρχίας, των βαθμών και των εξετάσεων.
Να στο πω και πιο απλά. Τα πράγματα μπορούν να πάνε σκατά και αργόσυρτα, μέρα με την ημέρα. Το είδαμε όλα αυτά τα χρόνια από το ’90 κι έπειτα. Για να καλυτερέψουν όμως χρειάζονται αποφάσεις και άλματα. Είμαστε έτοιμοι/ες για το άλμα?
Πηγή: Αυθόρμητες Μεταβολές