Όχι στον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ! Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν υπάγεται σε οικονομικούς δείκτες και μετρήσεις! Οι μαθητές δεν είναι πειραματόζωα!
Πρόσφατα, το ΥΠΑΙΘ με εγκύκλιο ανακοίνωσε ότι με φορέα υλοποίησης το ΙΕΠ, «στη χώρα μας η πιλοτική εφαρμογή της έρευνας PISA 2021 θα πραγματοποιηθεί από 16 Μαρτίου 2020 έως 10 Απριλίου 2020 και θα συμμετάσχουν 43 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και Επαγγελματικά Λύκεια… με
86 αναπληρωματικά... Τα σχολεία έχουν επιλεγεί με τυχαία δειγματοληψία.
Η συμμετοχή των σχολικών μονάδων στην έρευνα είναι υποχρεωτική». Τα εκπαιδευτικά σωματεία και οι ΕΛΜΕ έχουν επανειλημμένως επισημάνει:
- Kάθε προσπάθεια να διαφημιστεί η «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού», μας βρίσκει αντίθετους. Ειδικότερα μέσα από την σύμπραξη υπηρεσιακών παραγόντων και φιλόδοξων συντονιστών (σχ. συμβούλων), μέσα από την αντικειμενοποίηση και μετρησιμότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας από «διαγνωστικά τεστ» και τους διαγωνισμούς τύπου PISA, μέσα από τις «επιδόσεις» των μαθητών μας. Η κουλτούρα των διαγωνισμών αυτών του ΟΟΣΑ και των προθύμων της κυβερνητικής νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής, που είναι κουλτούρα εξαφάνισης του κοινωνικού-ταξικού περιβάλλοντος και των συνθηκών μέσα στις οποίες οι μαθητές μας καλούνται περίπου σαν αντικείμενα να συμμετέχουν, είναι η κουλτούρα αξιολόγησης όχι μόνο του μαθητή, αλλά και του εκπαιδευτικού. Σε μια ευαίσθητη χρονικά στιγμή για το Δημόσιο σχολείο μεταφέρουν και πάλι το άγχος τους να μας κάνουν να ξεχάσουμε τις πολυετείς πολιτικές συρρίκνωσης και περικοπών και να συναινέσουμε περαιτέρω. H συσχέτιση του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού παράγοντα με τη σχολική επίδοση για τη διεθνή συγκρισιμότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι από τους βασικούς λόγους ύπαρξης του PISA.
- Πρόκειται για ένα διαγωνισμό του ΟΟΣΑ, που υπηρετεί τις αρχές και την «εργαλειοθήκη» του, που επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, αλλά και των κοινωνικών αγαθών, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και των αέναων ιδιωτικοποιήσεων. Την εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ στην Εκπαίδευση τη νιώσαμε καλά τα τελευταία 11 χρόνια… Οι συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων, η αύξηση ωραρίου, η γνωστή κακόφημη αξιολόγηση, οι μεγάλες μισθολογικές απώλειες, οι απολύσεις, οι στοχευμένες αλλαγές στα προγράμματα και στα μαθήματα με στόχο τις περικοπές προσωπικού, τα χιλιάδες τμήματα που είναι υπό αμφισβήτηση κάθε χρόνο και χαρακτηρίζονται «ολιγομελή», η τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση της υποβάθμισης, της μαθητείας, της φτηνής κατάρτισης και της συρρίκνωσης, η άρνηση μαζικών μόνιμων διορισμών ενώ 20.000 καθηγητές έχουν αποχωρήσει από το ‘09, η αύξηση της ελαστικής εργασίας με αποτέλεσμα 40.000 αναπληρωτές να καλύπτουν κενά μέχρι σήμερα, η καθιέρωση του «προσοντολόγιου» και πολλά άλλα μέτρα είναι δικής του έμπνευσης.
- Όλα τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις που οι κυβερνήσεις αφαίρεσαν από τους εκπαιδευτικούς, όσο κι από όλους τους εργαζόμενους, περιέχονταν στις οδηγίες του ΟΟΣΑ και των συμβούλων του. Ο διαγωνισμός PISA έχει απώτερο στόχο να παρέμβει στο περιεχόμενο των σχολικών προγραμμάτων. Έτσι θα εξασφαλίζεται η πλήρης υποταγή όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων στις λεγόμενες νεοφιλελεύθερες επιταγές: με τις εκπαιδευτικές δομές και το κόστος σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους ασχολείται ο ΟΟΣΑ και με το περιεχόμενο των σπουδών ορίζεται, ως αρμόδιος βραχίονάς του, ο διαγωνισμός PISA.
- Με μια εκπαιδευτική λογική που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την αντίστοιχη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο της οικονομίας, ο ΟΟΣΑ δημιουργεί ιεραρχήσεις εκπαιδευτικών συστημάτων, με μια επιστημονικοφανή μεθοδολογία, πουλώντας την «τεχνογνωσία του εμπειρογνώμονα» και μέσω ενός ανταγωνιστικού, αγοραίου και εξεταστικοκεντρικού μοντέλου εκπαίδευσης, επιδιώκει την κατηγοριοποίηση και την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων. Πώς ο ΟΟΣΑ, ένας οργανισμός που αποτελεί υπερεθνικό οικονομικό στρατηγείο του κεφαλαίου και κατευθύνει οικονομικές πολιτικές των κρατών, πραγματοποιεί διαγωνισμούς στην εκπαίδευση; Μέσω αυτών επιδιώκει να ελέγξει τις εκπαιδευτικές πολιτικές και να επιβάλει το νέο σχολείο της αγοράς. Ο διαγωνισμός επιβραβεύει «χρηστικές κι επικοινωνιακές δεξιότητες» σε επιλεγμένα αποσπασματικά πεδία. Εισάγει και εδραιώνει αποκλειστικά την επιφανειακή αντίληψη για τη γνώση: χρήσιμη είναι μόνον αν έχει άμεσο όφελος-κέρδος σε βάρος της γενικής μόρφωσης. Ενισχύει την τάση της ποσοτικοποίησης και της κυριαρχίας των «δεικτών της αγοράς». Ο στόχος για το «μέγιστο κέρδος με το ελάχιστο κόστος», σημαίνει «μικρότερες δαπάνες για αποφοίτους, που θα μπορούν να εξυπηρετούν την οικονομία, με τους όσο το δυνατό χαμηλότερους μισθούς» και εκπαιδευτικούς που θα αξιολογούνται και θα πληρώνονται με βάση «τα επιτεύγματα» των μαθητών τους και την κατά Γαβρόγλου/Κεραμέως «αποτελεσματικότητα».
- Στην διαμόρφωση συνθηκών αποειδίκευσης - απομόρφωσης, τα 15χρονα παιδιά θα γίνονται φτηνά εργατικά χέρια, σύγχρονοι σκλάβοι στο καθεστώς της μη τυπικής εκπαίδευσης, κατάρτισης και «μαθητείας». «Υιοθετήστε ό,τι αποδίδει, μετρήστε με ακρίβεια, εξασκήσετε τους μαθητές σας στις βασικές δεξιότητες» λέει ο ΟΟΣΑ. Εάν κατέχουν δεξιότητες τότε είναι σε θέση να μπουν στην παραγωγή χωρίς περαιτέρω σπουδές, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την πρώιμη, εφηβική εργασία, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις με τις χαμηλές αμοιβές και τον «εθελοντισμό». Για τον έλεγχο της απόδοσης της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας προτείνουν δια βίου αξιολογήσεις, δηλαδή το κατ’ εξοχήν εργαλείο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. «Αξιολογήστε μαθητές, καθηγητές, εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημιουργήστε αυτόνομα, υπεύθυνα και ανταγωνιστικά σχολεία».
- Αξίζει να σημειωθεί πως για να συμμετέχει η χώρα μας σ’ αυτόν τον διαγωνισμό, πληρώνει περίπου 400.000€ σε τρία χρόνια. Με δαπάνες για σεμινάρια, από τους εγχώριους διαφημιστές του PISA, με σκοπό τη διασπορά της καλής του φήμης και την ενίσχυση της τεχνοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση. Η Ελλάδα καταβάλει το 1% του προϋπολογισμού του ΟΟΣΑ, αρκετά εκατομμύρια ευρώ, την στιγμή που η χρηματοδότηση της Παιδείας έχει περικοπεί κατά 30% από το 2009. Ακατάλληλα και απαρχαιωμένα κτίρια και ανεπαρκείς υλικοτεχνικές υποδομές χαρακτηρίζουν την σημερινή εικόνα: καθόλου δεν ενδιαφέρει το ΥΠΑΙΘ αν οι μαθητές δεν έχουν καθηγητές και κάνουν μάθημα με βιβλία εικοσαετίας, σε υπό κατάρρευση αίθουσες. Σημασία έχει «να γράφουν καλά» σε αμφιβόλου παιδαγωγικής και γνωστικής χρησιμότητας διαγωνισμούς.
- Το χαρτί της «επιμόρφωσης και σεμιναρίων» για θέματα αξιολόγησης μαθητών/σχολείων/εκπαιδευτικού έργου/εκπαιδευτικού είναι βασικό στην χαρασσόμενη πολιτική της κυβέρνησης, που έστω και πλάγια θα προσπαθήσει και μέσω αυτού να υλοποιήσει τις αντιεκπαιδευτικές, αντιλαϊκές πολιτικές. Τέτοιου είδους επιμορφώσεις γίνονται για λόγους πειθάρχησης και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών και δεν έχουν καμία σχέση με το πάγιο αίτημα του κλάδου για ετήσιες περιοδικές επιμορφώσεις στα Πανεπιστήμια με απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα.
- Στα αποτελέσματα του PISA για το 2018, η «βαθμολογία» της Ελλάδας είναι ίδια με το διαγωνισμό του 2015. Σε σύνολο 79 χωρών (μέλη του ΟΟΣΑ και μη): στην κατανόηση κειμένου, «δεξιότητα» στην οποία εστίασε ο διαγωνισμός του 2018, οι Έλληνες μαθητές συγκέντρωσαν 457 μονάδες, και η Ελλάδα «έπεσε» κατά μία θέση από την 41η που ήταν το 2015 στην 42η. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 487 βαθμοί. Στα μαθηματικά η Ελλάδα διατήρησε την 43η θέση που κατείχε από το 2015 συγκεντρώνοντας 451 βαθμούς όπως και η Κύπρος. Ο φετινός μέσος όρος του ΟΟΣΑ στα μαθηματικά είναι 489 βαθμοί. Στις φυσικές επιστήμες η Ελλάδα στο διαγωνισμό του 2018 συγκέντρωσε 452 βαθμούς και βρέθηκε στην 44η «υποχωρώντας» κατά μία θέση σε σχέση με το 2015. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ στο διαγωνισμό του 2018 ήταν 489 βαθμοί. Είναι δεδομένο ότι ο διαγωνισμός PISA στοχεύει στους έλληνες εκπαιδευτικούς για τις «μέτριες επιδόσεις» των σχολείων, συνδέεται άρρηκτα με την Ελλάδα των τελευταίων 11 χρόνων και των καταστροφικών μνημονιακών πολιτικών που συνεχίζονται και θα οδηγήσει σε νέα νεοφιλελεύθερα πορίσματα «σοκ και δέους» για τα σχολεία.
Καλούμε την ΟΛΜΕ να πάρει θέση, όπως έκανε και στο παρελθόν, όταν τοποθετήθηκε αρνητικά απέναντι στον διαγωνισμό PISA και τη χρήση των αποτελεσμάτων των μαθητών μας, τόσο από τους ιθύνοντες, όσο και από τα ΜΜΕ, ως ένα εργαλείο δυσφήμισης του έργου του εκπαιδευτικού και του Δημόσιου σχολείου. Αρκετές ΕΛΜΕ και μεγάλο κομμάτι των πανεπιστημιακών έχουν κάνει το ίδιο. Καλούμε
τους συναδέλφους να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον διαγωνισμό PISA
του ΟΟΣΑ και να τον καταγγείλουν μαζί με τα σωματεία μας σε κάθε
σχολείο. Καλούμε τους συναδέλφους, τους
συλλόγους διδασκόντων και τους διευθυντές των σχολείων, τους γονείς και
τους μαθητές μας να μην αποδεχτούν να συμμετάσχει κανένα σχολείο στο
διαγωνισμό PISA. Καλούμε το Υπουργείο και την ηγεσία του, να σταματήσει ή να αναστείλει τη συμμετοχή της χώρας μας στο συγκεκριμένο διαγωνισμό!
3 Μάρτη του ’20