Πανελλαδική μέρα δράσης για την υγεία και την αξιοπρέπεια του λαού, Σαβ. 22/1, 12μ, άγαλμα Βενιζέλου

12.12.16

Αλχημείες με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς: Οι Εκθέσεις του ΟΟΣΑ ως εργαλείο απορρύθμισης της Ελληνικής Εκπαίδευσης

Του Χρήστου Κάτσικα

Στην πρώτη συνάντηση των δύο Εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, ΟΛΜΕ – ΔΟΕ, με το νέο υπουργό Παιδείας κ. Γαβρόγλου, την Πέμπτη 1 Δεκέμβρη, η συζήτηση δεν είχε μισόλογα και περιστροφές, φτιασιδώματα και διγλωσσίες. Ο υπουργός Παιδείας δήλωσε ορθά – κοφτά πως τα πρόσωπα μπορεί να άλλαξαν, αλλά η πολιτική έχει συνέχεια.
Από την πρώτη στιγμή, μάλιστα, φρόντισε να ξεκαθαρίσει πως οι όποιες κινήσεις και αποφάσεις του υπουργείου, υπαγορεύονται πρώτα και κύρια από τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, καθώς και από τις επιταγές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Και στα πλαίσια αυτά έκανε λόγο για το λεγόμενο “τριετές σχέδιο” για την εκπαίδευση, το οποίο όμως δεν παρουσίασε, με το αιτιολογικό πως “βρίσκεται σε καθεστώς διαπραγμάτευσης με τον ΟΟΣΑ”!

Ο υπουργός Παιδείας, παράλληλα, ξεδιαλύνοντας κάθε είδους προηγούμενες κυβερνητικές αυταπάτες και πλάνες, υπογράμμισε πως οι περίφημοι 20.000 διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών αποτελούν οριστικό παρελθόν.

Η αναλογία μαθητών προς εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα και διεθνώς

Ας δούμε, όμως τώρα με ποιον τρόπο χρησιμοποιούν οι Εκθέσεις του ΟΟΣΑ τα στατιστικά στοιχεία για να επιβάλλουν στην ελληνική εκπαίδευση τις περικοπές εκπαιδευτικών.

Μέσω της αναλογίας μαθητών προς εκπαιδευτικούς έχει υποστηριχθεί ότι στη χώρα μας υπάρχει ένας υπερπληθυσμός εκπαιδευτικών σε σχέση με το μέγεθος του μαθητικού δυναμικού, προκειμένου να δικαιολογηθούν έτσι μέτρα που οδηγούν σε περικοπές προσωπικού. Η προσεκτικότερη μελέτη των σχετικών δεδομένων απέδειξε ότι ο «υπερπληθυσμός» εκπαιδευτικών οφείλεται στην, εσκεμμένη ή όχι, συστηματική υποεκτίμηση της ελληνικής αναλογίας μαθητών προς εκπαιδευτικούς από τον ΟΟΣΑ.

Όπως αποδεικνύει έρευνα του εκπαιδευτικού ερευνητή Γιάννη Βαρδαλαχάκη, η οποία παρουσιάστηκε στο πρόσφατο εκπαιδευτικό συνέδριο του Κέντρου Μελέτης και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, η χρήση δεδομένων προερχόμενων από το πληροφοριακό σύστημα myschool έδειξε ότι σε κάθε Έλληνα εκπαιδευτικό αντιστοιχούσαν 11,1 μαθητές, πολλοί περισσότεροι από τους 7,7 που εκτιμά ο ΟΟΣΑ και ταυτόχρονα πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (11,9) παρά την ιδιαίτερη γεωγραφική μορφολογία της χώρας και παρά την ουσιαστική ανυπαρξία οποιουδήποτε επικουρικού προσωπικού (εκπαιδευτικού ή ειδικού επιστημονική προσωπικού, γραμματειακής υποστήριξης, κ.α.).

Τι αποκαλύπτει η έρευνα του Γιάννη Βαρδαλαχάκη:

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, εμφανίζει πολύ χαμηλότερη από τον διεθνή μέσο όρο αναλογία μαθητών προς εκπαιδευτικούς (στο εξής ΑΜΕ). Το συγκεκριμένο εύρημα έχει αξιοποιηθεί πολλαπλώς για να αιτιολογηθούν οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές των τελευταίων ετών (αυξήσεις ωραρίου, περικοπές μαθημάτων από το ωρολόγιο πρόγραμμα, συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, τομέων και σχολικών μονάδων). Ωστόσο, μία προσεκτικότερη εξέταση όσων παραθέτει ο ΟΟΣΑ στις εκθέσεις του εγείρει σοβαρό ζήτημα αξιοπιστίας, καθώς:
  • Στην έκθεση του 2009 έχει γίνει λάθος υπολογισμός κατά την μετατροπή των εκπαιδευτικών μερικής απασχόλησης σε Ισοδύναμα Πλήρους Απασχόλησης, οδηγώντας σε υποεκτίμηση του ελληνικού δείκτη.
  • Το 2013 και το 2014  η τιμή της ΑΜΕ εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη παρά τη ραγδαία μείωση του εκπαιδευτικού δυναμικού την ίδια περίοδο.
  • Τα στοιχεία που παραθέτει ο ΟΟΣΑ στην έκθεση του 2015 εμφανίζουν εσωτερική ασυνέπεια, καθώς η εκτιμώμενη τιμή της ΑΜΕ για την Κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (7,4) δεν συμβαδίζει με τα δεδομένα σχετικά με το μέσο μέγεθος της σχολικής τάξης (22 μαθητές) και τον ετήσιο χρόνο διδασκαλίας εκπαιδευτικών.
  • Υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο ΟΟΣΑ για τον υπολογισμό της ΑΜΕ και σε αυτά που συλλέγει η ΕΛΣΤΑΤ από τις σχολικές μονάδες κατά την έναρξη και τη λήξη του σχολικού έτους.
  • Η επανεκτίμηση της ελληνικής ΑΜΕ με τη χρήση στοιχείων από το πληροφοριακό σύστημα myschool, επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι ο ελληνικός δείκτης εμφανίζεται σημαντικά και συστηματικά υποεκτιμημένος στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ.
    Με βάση τα παραπλανητικά στοιχεία του ΟΟΣΑ εξάγεται εύκολα το συμπέρασμα ότι «οι λίγες ώρες που διδάσκουν ετησίως οι Έλληνες εκπαιδευτικοί σε συνδυασμό με τα μικρά τμήματα των ελληνικών σχολείων επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό σχεδόν κατά 1.500$ ανά μαθητή ετησίως. Τα μέτρα «εξορθολογισμού» που προτείνονται περιλαμβάνουν:
  • καταργήσεις και συγχωνεύσεις των μικρότερων σχολικών μονάδων, ώστε ο ελάχιστος αριθμός των μαθητών να φτάνει τους 75 στα Δημοτικά, τους 150 στα Γυμνάσια και τους 250 στα Λύκεια,
  • αύξηση του ανώτατου ορίου μαθητών στους 30 ανά τμήμα,
  • αύξηση του εβδομαδιαίου ωραρίου διδασκαλίας στις 22 ώρες χωρίς καμία μείωση ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας.


Αναλογία Μαθητών προς Εκπαιδευτικούς Δημόσια Σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Βαθμίδα
Χώρα
2006
(2004)
2007
(2005)
2008
(2006)
2009
(2007)
2010
(2008)
2011
(2009)
2012
(2010)
2013
(2011)
2014
(2012)
2015
(2013)
2016
(2014)
Κατώτερη Δ.Ε.
Ελλάδα
8,2
7,9
8,1
7,6
-
-
-
-
-
7,4
7,9
Ε.Ε.
11,9
11,9
11,7
11,4
11,5
11,3
11,4
11
11,1
11,7
11
ΟΟΣΑ
13,8
13,8
13,5
13,3
13,8
13,5
13,5
13,2
13,2
13,6
13
Ανώτερη Δ.Ε.
Ελλάδα
8,5
8,9
8,4
7,4
-
-
-
-
-
8,1
-
Ε.Ε.
11,6
11,9
11,6
11,5
11,9
12,2
12,1
12,3
12,1
12,4
12,6
ΟΟΣΑ
13
13,2
12,8
12,8
13,7
13,6
13,7
13,9
13,5
13,6
13,3
Σύνολο Δ.Ε.
Ελλάδα
8,4
8,4
8,2
7,5
-
-
-
-
-
7,7
-
Ε.Ε.
11,7
11,9
11,7
11,4
12
12,1
12,1
11,8
11,7
12,1
11,9
ΟΟΣΑ
13,4
13,5
13,2
13
13,8
13,7
13,8
13,6
13,4
13,7
13,3
 Πηγές: OECD (2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016)
Σημειώσεις: 1. Οι χρονολογίες εκτός παρενθέσεως αναφέρονται στο έτος έκδοσης της έκθεσης, ενώ οι χρονολογίες εντός παρενθέσεως αναφέρονται στο έτος του οποίου τα στοιχεία χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, στην έκθεση «η εκπαίδευση με μία ματιά» του 2006 χρησιμοποιούνται στοιχεία από τη λήξη του σχολικού έτους 2003-2004. 

ΑΝΤΙΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ

 Ωστόσο, ακόμη κι αν κανείς παραβλέψει την αναξιοπιστία των αναφερομένων στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτές, όσο και αν επιχειρούν να εμφανιστούν ως «τεχνοκρατικές» - και κατ’ επέκταση πολιτικά ουδέτερες, διαπερνώνται σαφώς από μία ιδεολογική αντίληψη που δεν αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό αλλά ως ένα «ιδιαίτερο» εμπόρευμα κατά την παραγωγή του οποίου τα πάντα είναι ποσοτικοποιήσιμα και αξιολογήσιμα σε όρους οικονομικής αποδοτικότητας. Για παράδειγμα, το μισθολογικό κόστος ανά μαθητή αντιμετωπίζεται κατ’ αναλογία του μισθολογικού κόστους που απαιτείται για την παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος, το οποίο οφείλει μάλιστα να συγκλίνει με το «διεθνή ανταγωνισμό», με το μέσο όρο δηλαδή των υπόλοιπων χωρών του ΟΟΣΑ ή της ΕΕ, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε χώρας (δομή εκπαιδευτικών συστημάτων, γεωγραφικό ανάγλυφο, πολιτισμικές διαφορές, ύπαρξη μειονοτικών και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που απαιτούν πρόσθετη στήριξη, κ.α.).

Εδώ επιχειρείται να αντιστραφεί μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει περάσει ακόμα και ελάχιστες ώρες μέσα σε μία σχολική αίθουσα, χωρίς μάλιστα να παρατίθεται οποιαδήποτε βιβλιογραφική αναφορά που να τεκμηριώνει την υποτιθέμενη «ασθενή σύνδεση» μεταξύ μεγέθους τμήματος και μαθητικής επίδοσης. Αρκεί, όπως βλέπουμε, ο «ευγενής σκοπός» της συγχώνευσης των τμημάτων και της εξοικονόμησης προσωπικού για να καθαγιαστεί ακόμα και η πιο εξόφθαλμη αντιεπιστημονική παρέκβαση.

           Στο σημείο αυτό, παράλληλα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο σημαντικές παραμέτρους που διαφοροποιούν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά. Η πρώτη αφορά την ανυπαρξία βοηθητικού προσωπικού, καθώς σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ανά 1.000 μαθητές στην ελληνική Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αντιστοιχούσαν μόλις 0,4 βοηθοί διδασκόντων, 1,4 διοικητικοί έναντι 3, 10 και 15,4 αντίστοιχα, του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, αν ληφθεί υπόψη το σύνολο του απαραίτητου προσωπικού, τότε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πιθανότατα λειτουργεί εδώ και καιρό με σημαντικά λιγότερο (και πολύ χαμηλότερα αμειβόμενο) προσωπικό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας. Οι τελευταίες αποτελούν την δεύτερη παράμετρο, η οποία οφείλει να σταθμίζεται, προτού προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε ευθεία αριθμητική σύγκριση. Η ιδιαίτερη γεωγραφική μορφολογία της Ελλάδας, με το 80% της χώρας να χαρακτηρίζεται ως ορεινό και τα 165 κατοικημένα νησιά, η οποία δεν είναι συγκρίσιμη με καμία άλλη χώρα της ΕΕ, επιβάλλει τη διατήρηση σχολικών μονάδων με μικρό αριθμό μαθητών.

ΠΗΓΗ: alfavita.gr